ἑλικοειδοῦς

ἑλικοειδοῦς
ἑλικοειδής
of winding
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • έλικα — Σπειροειδής γραμμή· γενικότερα καθετί που έχει συστραφεί σπειροειδώς. (Γεωμ.) Κάθε καμπύλη επάνω σε μια κυλινδρική επιφάνεια S, που έχει την ιδιότητα να τέμνει κάθε γενέτειρα της επιφάνειας S κατά την ίδια πάντοτε γωνία (σταθερογώνια τροχιά των… …   Dictionary of Greek

  • ANCILE — scutum breve, auctore Festô, ad vocem Manurii, ita ex utroque latere recisum, ut nullus angulus videri posset, et summum infimumque eius latus medio pateret. Fertur id, Numae Pompilii tempestate, de caelo decidisse, unaque editam vocem, omnium… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κάνιον — Λέξη ισπανικής προέλευσης που σημαίνει διώρυγα. Στα αγγλικά (canyon) αποτελεί γεωγραφικό όρο που υποδηλώνει ένα βαθύ φαράγγι ποτάμιας διάβρωσης, με απόκρημνα τοιχώματα και βάθος μεγαλύτερο από 1.000 μ. Το κ. έχει το σχήμα διαδρόμου, συχνά… …   Dictionary of Greek

  • κοχλίας — I (Ανατ.). Δομή του εσωτερικού αφτιού. Αποτελείται από έναν ελικοειδή σωλήνα που μοιάζει με κοχλία και διαιρείται σε τρία τμήματα, γεμάτα με υγρό (περιλέμφος). Τα δύο από αυτά αποτελούν κανάλια για τη μετάδοση της υδραυλικής πίεσης και το τρίτο… …   Dictionary of Greek

  • πλάσμα — I Ιδιαίτερη κατάσταση της ύλης κατά τη οποία αποτελείται από ένα σύνολο σωματιδίων και των δύο τύπων, που έχουν ίσα ηλεκτρικά φορτία με αντίθετο πρόσημο και παρουσιάζουν (τουλάχιστον τα ομόσημα) μεγάλη κινητικότητα. Το σύνολο χαρακτηρίζεται από… …   Dictionary of Greek

  • τραχεΐδα — η, Ν 1. βοτ. κύτταρο, σχετικά πρωτόγονο στοιχείο τού αγωγού συστήματος και συγκεκριμένα τού ξυλώματος πολλών φυτών, το οποίο εξυπηρετεί την αγωγή νερού και διαλυμένων αλάτων και τη στήριξη τού φυτού 2. φρ. α) «δακτυλιόγλυπτη τραχεΐδα» τραχεΐδα… …   Dictionary of Greek

  • τσιλιφάκι — το, Ν είδος λεπτού ελικοειδούς κεντήματος με σειρήτι …   Dictionary of Greek

  • τύλος — ο, ΝΜΑ ιατρ. περιγεγραμμένη υπερκεράτωση τού δέρματος, συνήθως τών άκρων, οφειλόμενη σε συνεχή τοπική πίεση, κάλος (α. «έβγαλα τύλους στα χέρια» β. «γονάτων τύλους», Ευστ. γ. «ἐν ταῑς χερσὶ τύλους ἔχοντα», Δίων Χρ.) νεοελλ. 1. η καμπούρα τής… …   Dictionary of Greek

  • δυναμική οικονομική — Μελέτη των διακυμάνσεων του οικονομικού συστήματος κατά τη διαδρομή του χρόνου. Πριν από μερικές δεκαετίες η πλειονότητα των οικονομολόγων περιοριζόταν στη μελέτη της φιλελεύθερης –κυρίως συναλλακτικής– οικονομίας ως ένος στατικού μηχανισμού.… …   Dictionary of Greek

  • Κουίνσλαντ — (Queensland = γη της βασίλισσας). Ομόσπονδη πολιτεία (1.730.650 τ. χλμ., 3.670.459 κάτ. το 2001) της Αυστραλίας, με πρωτεύουσα το Μπρίζμπεϊν (1.601.400 κάτ.). Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο της Αυστραλίας και είναι η πιο εκτεταμένη μετά την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”